ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Αναπληρωτής Διευθυντής 251 Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας / Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών / Μετεκπαιδευθείς εις Royal Brompton Hospital / Imperial College University, St Thomas Hospital, London, UK / Μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Αλλεργιολογίας και Kλινικής Ανοσολογίας / Επιστημονικός συνεργάτης του Δ.Θ.Κ.Α.Υγεία

Ιατρείο: Αγίου Τρύφωνος 3 & Γούναρη 41, Άνω Γλυφάδα 

ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ ΡΙΝΟΠΑΡΑΡΡΙΝΟΚΟΛΠΙΤΙΔΑΣ ΜΕ Η ΧΩΡΙΣ ΡΙΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΥΠΟΔΕΣ

Η Χρόνια Ρινοπαραρρινοκολπίτιδα (CRS) είναι μια συχνή  και ετερογενής νόσος που υπάρχει ως ένα φάσμα κλινικών καταστάσεων με διακριτή παθοφυσιολογία και κλινική εικόνα. Σχετίζεται με υψηλό βαθμό νοσηρότητας, σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των ασθενών  και μακροχρόνια οικονομική επιβάρυνση για τους ασθενείς και τα συστήματα υγείας. Ο επιπολασμός της CRS με (CRSwNP) ή χωρίς ρινικούς πολύποδες (NP) (CRSsNP) κυμαίνεται από 7 έως 27% στις Ευρωπαϊκές χώρες και εκτιμάται ότι είναι κατά μέσο όρο 11% . Στις ΗΠΑ ο επιπολασμός κυμαίνεται από 11,9% έως 17,0%. Περισσότερο από το ένα τέταρτο των ασθενών εκφράζουν NP: ο επιπολασμός εκτιμάται μεταξύ 2,1% και 4,4% στην Ευρώπη, 4,2% στις ΗΠΑ, 2,5% στη Νότια Κορέα και 1,1% στην Κίνα. Τα ποσοστά είναι σαφώς χαμηλότερα στις ασιατικές χώρες και αυτό πιθανώς σχετίζεται με την επίδραση γενετικών παραγόντων στην παθοφυσιολογία της νόσου (ηωσινοφιλικοί vs ουδετεροφιλικοί NP).

Ορισμένα χαρακτηριστικά της νόσου όπως η ευαισθησία στην ασπιρίνη, η αλλεργική ρινίτιδα και το άσθμα σχετίζονται περισσότερο με τους ασθενείς με CRS με ηωσινοφιλία σε σύγκριση με εκείνους χωρίς ηωσινοφιλία. Τα δεδομένα σχετικά με τη συσχέτιση μεταξύ αλλεργίας και CRSwNP ή CRSsNP είναι αντικρουόμενα. Υπάρχουν ωστόσο ενδείξεις συσχέτισης με πολυετή αλλεργιογόνα, κυρίως ακάρεα  οικιακής σκόνης, μύκητες  και ορισμένους υποτύπους CRS, συμπεριλαμβανομένης της αλλεργικής μυκητιακής ρινοκολπίτιδας (AFRS) και της ατοπικής νόσου κεντρικού διαμερίσματος (CCAD). Το CCAD είναι μια παραλλαγή CRS με μεμονωμένες πολυποειδείς και οιδηματώδεις αλλαγές κεντρικών δομών, συμπεριλαμβανομένου του οπίσθιου-ανώτερου ρινικού διαφράγματος, των μεσαίων και ανώτερων κογχών, με κεντρική θολερότητα  των παραρινικών κοιλοτήτων και περιφερική διαύγαση που σχετίζεται στενά με την ευαισθητοποίηση της αλλεργίας σε σύγκριση με εκείνες με διάχυτη πολυποδίαση.

Η διάρκεια της έκθεσης σε αλλεργιογόνα μπορεί να σχετίζεται με CRS με και χωρίς πολυποδίαση και μπορεί να επηρεάσει την εξέλιξη της νόσου. Η πλειονότητα των μελετών αφορά ασθενείς με CRSwNP, γεγονός αναμενόμενο δεδομένου ότι η CRSsNP έχει συσχετιστεί με φλεγμονή τύπου 1 και η CRSwNP με φλεγμονή τύπου 2. Από την άλλη, η ηωσινοφιλία έχει επίσης αποδειχθεί ότι υπάρχει στη CRSsNP και η παθοφυσιολογία της CRS φαίνεται να είναι πολύ πιο περίπλοκη και τα φλεγμονώδη πρότυπα ποικίλλουν ευρέως με νέους κύριους παράγοντες όπως η IL-17, η IL-21, η IL-22, η IL-26, τα έμφυτα λεμφοειδή κύτταρα και άλλοι κυτταρικοί και διαλυτοί μεσολαβητές να αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο.

Επιπλέον, υπάρχουν επιπλέον υπότυποι όπως CRS που σχετίζονται με κυστική ίνωση (ΚΙ), αδενοειδείς εκβλαστήσεις, πρωτοπαθή δυσκινησία των κροσσών (PCD), ανοσοανεπάρκειες, αγγειίτιδα και κοκκιωματώδεις ασθένειες όπως ηωσινοφιλική κοκκιωμάτωση με πολυαγγειίτιδα, κοκκιωμάτωση με πολυαγγειίτιδα, σαρκοείδωση

Η CRS στους ενήλικες ορίζεται ως η φλεγμονή της ρινός και των παραρρινίων κόλπων, που επιμένει για περισσότερο από 12 εβδομάδες και χαρακτηρίζεται από δύο ή περισσότερα συμπτώματα, ένα από τα οποία θα πρέπει να είναι είτε ρινική απόφραξη / συμφόρηση είτε ρινική έκκριση (πρόσθια / οπίσθια ρινική):

± πόνος / πίεση στο πρόσωπο

± μείωση ή απώλεια όσφρησης και είτε

• ενδοσκοπικά σημεία: ρινικών πολυπόδων (NP) ή/και βλεννώδους έκκρισης κυρίως από το μέσο στόμιο ή/και απόφραξη οιδήματος/βλεννογόνου κυρίως στο μέσον ή/και

• Μεταβολές της αξονικής τομογραφίας: μεταβολές του βλεννογόνου εντός του στομιοστικού συμπλέγματος ή/και των ιγμορείων.

Στα παιδιά η μόνη διαφορά είναι ότι το κλινικό σημείο που γίνεται αποδεκτό είναι ο βήχας αντί της απώλειας όσφρησης.

Μπορεί να υπάρχουν πρόσθετα συμπτώματα όπως στοματοφαρυγγική δυσφορία, ωταλγία, δυσοσμία του στόματος, οδοντικός πόνος, βήχας, κακουχία, πονοκέφαλος και κόπωση. Η διάγνωση πρέπει να επιβεβαιώνεται από αντικειμενικά ευρήματα στη ρινική ενδοσκόπηση ή στην αξονική τομογραφία (CT) για τη βελτίωση της διαγνωστικής ακρίβειας.

Footer logos 1
Footer logos 2
Footer logos 3